- υπερκόρεση
- [-ις (-εως)] η , υπερκόρεση μός. ο1) чрезмерная сытость; пресыщение (тж. перен. ); 2) избыточная конденсация (раствора, пара и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερκόρεση — η, Ν υπερκορεσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερκορέννυμι / ύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερκόρεσις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek